- ὑοβοσκός
- ὑο-βοσκός [pron. full] [ῠ], ὁ,A swineherd, Arist.HA603b5: hence [suff] ὑο-βοσκέω, Moer.p.355 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑοβοσκός — swineherd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υοβοσκός — ὁ, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + βοσκός (πρβλ. χοιρο βοσκός)] … Dictionary of Greek
ὑοβοσκοί — ὑοβοσκός swineherd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
υοβοσκώ — έω, Α [ὑοβοσκός] είμαι χοιροβοσκός … Dictionary of Greek
υοβότης — Α (κατά τον Ησύχ.) ὑοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek